ασπράδα

ασπράδα
blancheur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ασπράδα — ασπράδα, η και ασπρίλα, η η λευκότητα: Την ασπράδα που είδα σ αυτό το νησί δεν την ξανάδα αλλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασπράδα — η (Μ ἀσπράδα) η ιδιότητα του άσπρου, η λευκότητα …   Dictionary of Greek

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ασπριά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 78 μ., 136 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας. * * * η η ασπράδα* …   Dictionary of Greek

  • λευκότητα — η (Α λευκότης) [λευκός] η ιδιότητα τού λευκού, ασπράδα νεοελλ. μτφ. αγνότητα αρχ. μτφ. (για τον λόγο) σαφήνεια …   Dictionary of Greek

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

  • λευκότητα — η 1. η ασπράδα: Η λευκότητα του χιονιού ήταν εκτυφλωτική. 2. μτφ., αγνότητα: Το μεγαλύτερο προτέρημά του ήταν η λευκότητα της ψυχής του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”